- δύω
- και δύνω (Α δύω και δύνω)1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι)2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης»)αρχ.1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι, εισδύω, χώνομαι, βυθίζομαι3. (για ρούχα, οπλισμό) ντύνομαι, περιβάλλομαι, φορώ4. (για πάθη, παθήματα κ.λπ.) επέρχομαι5. απομονώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. *deu- «βυθίζομαι, διεισδύω, φορώ» που απαντά και στο δείελος. Με τη σημασία «ντύνομαι» το ρήμα δύω συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. upā-du- «ντύνομαι» (βλ. και λ. αλιβδύω). Ο ποιητικός αμετάβατος τ. δύνω (πιθ. < *δυνFω) αποτελεί μεταπλασμένο έρρινο ενεστώτα. Ο παράλληλος ενεστωτικός τύπος τού μέσου δύομαι, δύπτω < δύω πιθ. αναλογικά προς το κύπτω, ενώ το δύσγω, που μαρτυρείται στη γλώσσα τού Ησυχίου «δύσγωαποδύω», πιθ. αναλογικά προς το μίσγω].
Dictionary of Greek. 2013.